- πιθανουργία
- ἡ, Α [πιθανουργός]η αληθοφανής επιχειρηματολογία, το να καθιστά κανείς κάτι πιθανό, πιστευτό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πιθανουργίας — πιθανουργίᾱς , πιθανουργία faculty of persuasion fem acc pl πιθανουργίᾱς , πιθανουργία faculty of persuasion fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιθανουργίαν — πιθανουργίᾱν , πιθανουργία faculty of persuasion fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιθανουργικός — ή, όν, Α [πιθανουργία] 1. αυτός που ανήκει στην πιθανουργία* 2. φρ. «πιθανουργική τέχνη» η τέχνη να πείθει κανείς, να καθιστά κάτι πιθανό, πιστευτό (Πλάτ.) 3. αυτός που έχει τη δύναμη να πείθει, ο πειστικός … Dictionary of Greek